- κλακοφόρος
- κλακοφόρος και κλαϊκοφόρος, ὁ (Α)επιγρ.1. αυτός που κρατά τα κλειδιά, ο κλειδούχος2. ονομασία ενός ήρωα που λατρευόταν στην Επίδαυρο3. τίτλος ιερέα στη Μεσσήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάξ, -κός «κλειδί» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.